κομματάρχης

κομματάρχης
ο
1. αρχηγός πολιτικού κόμματος
2. κομματικός παράγοντας με επιρροή σε ορισμένη περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δασ-άρχης, στρατ-άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομματάρχης — ο αρχηγός ομάδας που ανήκει σε πολιτικό κόμμα, κομματικός παράγοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • αττικάρχης — ο κομματάρχης της Αττικής, δημοφιλής πολιτικός της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αττική + άρχης*. Η λ. στον πληθ., αττικάρχαι, οι, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • τραμπούκος — ο, θηλ. τραμπούκα και τραμπούκισσα, και ουδ. τραμπούκο, Ν 1. (το αρσ.) α) μπράβος, εξωνημένο και ανήθικο άτομο που απειλεί, εκβιάζει, αυθαιρετεί και τρομοκρατεί υπηρετώντας τους ανέντιμους σκοπούς μιας πολιτικής παράταξης ή ενός πολιτικού β)… …   Dictionary of Greek

  • τραμπούκος — ο θηλ. τραμπούκα 1. αυτός που δέχεται τραμπούκο (βλ. λ.), ο κομματάρχης που χρηματίζεται, ο εκλογέας που πουλά την ψήφο του: Οι τραμπούκοι νοθεύουν τις εκλογές. 2. μπράβος πολιτικού, ψευτοπαλικαράς, νταής: Οι τραμπούκοι δείρανε και τα καναν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”